φαρμακοληψία

φαρμακοληψία
η
η εσωτερική λήψη φαρμάκου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαρμακοληψία — η, Ν η εσωτερική λήψη φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + ληψία (< λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. θρησκο ληψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”